Το κάπνισμα είναι μία εθιστική θανατηφόρος συνήθεια. Ένας συστηματικός καπνιστής έχει 50% πιθανότητα να πεθάνει λόγω του καπνίσματος και θα χάσει κατά μέσο όρο 10 έτη ζωής, όταν λόγω σοβαρής ή ήπιας υπέρτασης θα έχανε 3 και 1 έτος αντιστοίχως. Το κάπνισμα είναι ένα τεκμηριωμένο αίτιο μιας πληθώρας ασθενειών και ευθύνεται για το 50% του συνόλου των δυνητικά αποτρέψιμων θανάτων στους καπνιστές, με τους μισούς από αυτούς τους θανάτους να οφείλονται σε καρδιαγγειακή νόσο. Ο δεκαετής κίνδυνος θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο είναι διπλάσιος στους καπνιστές. Ο σχετικός κίνδυνος στους καπνιστές νεότερους από 50 ετών είναι πενταπλάσιος σε σχέση με τους μη καπνιστές.
Μηχανισμοί με τους οποίους το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο
Το κάπνισμα ευνοεί την ανάπτυξη τόσο αθηροσκλήρυνσης όσο και δευτεροπαθών θρομβωτικών επεισοδίων. Επιδρά στο ενδοθήλιο, στο οξειδωτικό στρες, στα αιμοπετάλια, στην ινωδόλυση, στη φλεγμονή, στο μεταβολισμό των λιπιδίων και στους αγγειοκινητικούς μηχανισμούς. Σε πειραματικές μελέτες, πολλές από τις παραπάνω δράσεις είναι πλήρως ή μερικώς αναστρέψιμες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Ο σχηματισμός πλάκας δεν είναι πλήρως αναστρέψιμος και για το λόγο αυτό οι καπνιστές που διέκοψαν δεν δύνανται να φτάσουν τα χαμηλά επίπεδα κινδύνου των δια βίου μη καπνιστών αναφορικά με τη ΣΝ. Τα υποκατάστατα νικοτίνης δεν δείχνουν να παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες στους ασθενείς με καρδιακή νόσο.
Διακοπή καπνίσματος
Τα οφέλη από τη διακοπή του καπνίσματος στηρίζονται σε μεγάλο όγκο αποδείξεων, με κάποια από αυτά να είναι άμεσα εμφανή και άλλα να απαιτούν περισσότερο χρόνο. Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος σε πρώην καπνιστές διαφέρει μεταξύ των συστηματικών και των μη καπνιστών. Η διακοπή του καπνίσματος μετά από ΟΕΜ είναι πιθανότατα το πιο αποτελεσματικό από όλα τα προληπτικά μέτρα. Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση ανέδειξε μείωση στα ΟΕΜ και στα σύνθετα τελικά σημεία όπως το πηλίκο θάνατοι/ΟΕΜ σε σύγκριση με τη συνέχιση του καπνίσματος. Τα οφέλη παραμένουν σταθερά ανεξαρτήτως φύλου, διάρκειας παρακολούθησης, κέντρου παρακολούθησης και περιόδου μελέτης. Σημαντική μείωση νοσηρότητας παρουσιάζεται από τους πρώτους 6 μήνες. Τυχαιοποιημένες μελέτες επίσης υποστηρίζουν την διακοπή του καπνίσματος, με το ρίσκο για καρδιαγγειακά νοσήματα να πλησιάζει ( χωρίς ποτέ όμως να ισοφαρίζει) τις πιθανότητες κινδύνου στους δια βίου μη καπνιστές σε 10-15 έτη.
Η μερική μείωση του καπνίσματος δεν φαίνεται να αυξάνει την πιθανότητα μελλοντικής μόνιμης διακοπής. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι υποστηρίζουν αυτήν την στρατηγική με χρήση σκευασμάτων νικοτίνης σε καπνιστές που αρνούνται ή δεν δύνανται να διακόψουν. Δεν υπάρχει ηλικιακό όριο στα οφέλη που αποκομίζει κανείς από τη διακοπή του καπνίσματος, οπότε η διακοπή πρέπει να ενθαρρύνεται σε κάθε ηλικία και το παθητικό κάπνισμα να αποφεύγεται επίσης.
Η επαγγελματική βοήθεια μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες διακοπής του καπνίσματος. Ένα ερέθισμα για διακοπή εμφανίζεται κατά τη διάγνωση ή την επεμβατική θεραπεία καρδιαγγειακού νοσήματος. Η παραίνεση σε έναν καπνιστή να διακόψει, με επανάληψη των κινδύνων και συμφωνία σε συγκεκριμένο πλάνο για διακοπή, είναι τεκμηριωμένες παρεμβάσεις.
Τα προγράμματα διακοπής καπνίσματος που άρχισαν ενδονοσοκομειακά οφείλουν να συνεχίζονται για παρατεταμένη περίοδο μετά την έξοδο από το νοσοκομείο. Ένα ιστορικό καπνιστικής συνήθειας, ποσότητας καπνού και βαθμού εθισμού (εκτιμώμενου με διάφορες κλίμακες) μπορεί να κατευθύνει την περαιτέρω αναγκαία βοήθεια, ψυχολογική και φαρμακευτική. Οι καπνιστές πρέπει να ενημερώνονται για προσδοκώμενη αύξηση σωματικού βάρους, μετά τη διακοπή, περίπου 5 κιλών κατά μέσο όρο και ότι σε κάθε περίπτωση τα οφέλη από τη διακοπή του καπνίσματος ξεπερνούν κατά πολύ το ρίσκο από την όποια αύξηση βάρους.
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ
Καρδιολόγος MD,PhD,MSc
Το Καρδιολογικό Τμήμα του ΠΡΑΞΙΣ ΥΓΕΙΑΣ είναι σε ετοιμότητα 24 ώρες καλύπτοντας άμεσα κάθε φύσεως οξύ ή χρόνιο καρδιολογικό περιστατικό.
Στο ειδικό ιατρείο διακοπής καπνίσματος ο ενδιαφερόμενος πρέπει να εξετάζεται από Πνευμονολόγο και Ψυχολόγο, οι οποίοι στη συνέχεια από κοινού αναλαμβάνουν την παρακολούθησή του, μέσα από τις απαραίτητες εξετάσεις και συνεδρίες, όπως καθορίζεται από διεθνείς πρακτικές.